- παντεργέτης
- και παντεργάτης, ὁ, ΜΑαυτός που κατασκευάζει τα πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο)-* + -εργέτης (< ἔργον + επίθημα -έτης, πρβλ. οἰκ-έτης οἶκος), πρβλ. κακ-εργέτης, παν-εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο)-* + ἐργάτης].
Dictionary of Greek. 2013.