παντεργέτης

παντεργέτης
και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ
αυτός που κατασκευάζει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο)-* + -εργέτης (< ἔργον + επίθημα -έτης, πρβλ. οἰκ-έτης οἶκος), πρβλ. κακ-εργέτης, παν-εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο)-* + ἐργάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”